Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

από μουσαμά

  • 1 περνώ

    περνάω (αόρ. (ε)πέρασα) 1. μετ.
    1) переправлять, перебрасывать;

    περνώ στην απέναντι όχθη — переправить на другой берег;

    2) проводить, прогонять (через какое-л. место);

    περν τα πρόβατα από το αμπέλι — прогонять отару овец через виноградник;

    3) передавать, перекидывать, перебрасывать (мяч и т. п.);
    4) вдевать, продевать (через отверстие);

    περνώ την κλωστή στο βελόνι — продевать нитку в иголку;

    5) пронзать, протыкать, прокалывать (ножом и т. п.); пробивать, продырявливать (пулей и т. п.);
    6) пропитывать, промачивать;

    τον μουσαμά δεν τον περνάει το νερό — плащ не пропускает воду, плащ водонепроницаем;

    7) надевать (на кого-л.); накидывать (одежду);

    περνώ τα παπούτσια — надевать обувь;

    8) превосходить; опережать, перегонять;

    τον περνάει στο τρέξιμο — он бежит быстрее него;

    9) переводить (на кого-л.имущество); записывать на чьё-л. имя;
    τής πέρασε όλη την περιουσία του он записал на неё всё своё состояние; 10) записывать (на чеи-л. счёт), засчитывать (кому-л.); 11) проводить, проталкивать (закон, решение и т. п.); τον νόμο τον περάσανε στη βουλή закон провели через парламент; 12) обрабатывать (чём-л.);

    περν' κάτι με κερί — обработать что-л, воском;

    13) переносить (тж. болезнь); переживать, испытывать;
    πέρασα γρίππη я перенёс грипп;

    περνώ δύσκολα χρόνια — пережить тяжёлые времена;

    14) проводить (время и т. п.); проходить службу (где-л.);
    περάσαμε το καλοκαίρι στη θάλασσα лето мы провели у моря; πέρασα την θητεία μου στο ναυτικό я прошёл службу во флоте;

    § περν κάποιον γιά... — считать кого-л. кем-л., принимать кого-л. за...;

    γιά ποιόν με περνας; — за кого ты меня принимаешь?;

    2. αμετ.
    1) переходить, переправляться; περάσαμε απέναντι мы перешли на другую сторону;

    περνώ στην απέναντι όχθη — переправиться на тот берег;

    2) передаваться, переходить (о болезни, власти и т. п.);
    η μπάλλα πέρασε στον αντίπαλο мяч перешёл к противнику; τό σπίτι πέρασε στη νύφη του дом перешёл к его снохе; η εξουσία πέρασε στον λαό власть перешла к народу; 3) проходить мимо, миновать; τό σύννεφο πέρασε туча прошла; 4) проникать (куда-л.); проходить (через отверстие);

    νερό δεν περνάει εκεί — вода туда не проникает;

    η κλωστή δεν περνάει από την βελονότρυπα — нитка не проходит через отверстие иглы;

    5) проходить, кончаться; течь, протекать; истекать (о времени, сроке);
    μου πέρασε ο πονοκέφαλος головная боль у меня прошла; περάσανε εφτά χρόνια από τότε с тех пор прошло семь лет; πέρασε το καλοκαίρι лето (уже) прошло; πέρασε η προθεσμία срок истёк; πέρασε η μόδα мода прошла; 6) проходить, быть принятым, одобренным (о законе и т. п.); 7) иметь хождение, быть действительным (о деньгах и т. п.); 8) бывать (где-л.), регулярно приходить; часто навещать;

    πότε περνάει ο ταχυδρόμος; — когда бывает почтальон?;

    § περάστε παρακαλώ войдите, пожалуйста; милости просим;

    περνάει ο λόγος του (μου) — его (моё) слово имеет вес, его (меня) слушают, с ним (со мной) считаются;

    περνώ γιά... — считать себя..., воображать себя...;

    περνάει γιά σπουδαίος — он из себя строит важную персону;

    δεν θα σού περάσει не выйдет по-твоему;

    πώς (τα) περνάς (περνατε); — как поживаешь (поживаете)?;

    μου πέρασε από το νου пришло в голову, я подумал;

    περνώ τα γυαλιά σε κάποιον — околпачить кого-л.;

    καλά περάσαμε а) мы хорошо провели время; б) мы хорошо прожили

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περνώ

См. также в других словарях:

  • τρούλος — Κατασκευή ημισφαιρικού ή παρόμοιου σχήματος (π.χ. ημιελλειψοειδούς), η οποία χρησιμοποείται για την κάλυψη χώρων με κάτοψη κυκλική, τετραγωνική, ή σχήματος κανονικού πολυγώνου. Αρχαιότατα δείγματα τρουλωτών κατασκευών υπάρχουν στη Μικρά Ασία… …   Dictionary of Greek

  • μουσαμάς — ο (λ. τουρκ.) 1. ύφασμα που αλείφεται με κερί ώστε να είναι αδιάβροχο: Σκέπασε τα χόρτα με μουσαμά για να μη βραχούν. 2. αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά, η μουσαμαδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατσούλα — η 1. κωνικό κάλυμμα τού κεφαλιού το οποίο αποτελεί μέρος πανωφοριού, η κουκούλα 2. πτυσσόμενο στέγασμα άμαξας κατασκευασμένο από δέρμα, από αδιάβροχο ή από μουσαμά 3. (για πτηνά) το λοφίο 4. η γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. casula ή ρουμ. căciulă. Με… …   Dictionary of Greek

  • μουσαμαδένιος — α, ο κατασκευασμένος από μουσαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πληθ. μουσαμάδ ες τού μουσαμάς + κατάλ. ένιος] …   Dictionary of Greek

  • μουσαμαδιά — η αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πληθ. μουσαμάδ ες τού μουσαμάς + κατάλ. ιά (πρβλ. παπάδες: παπαδιά)] …   Dictionary of Greek

  • μουσαμαδένιος, -ια — ιο ο κατασκευασμένος από μουσαμά: Μουσαμαδένιο πάτωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουσαμαδιά — η αδιάβροχο πανωφόρι φτιαγμένο από μουσαμά: Φόρεσε τη μουσαμαδιά και βγήκε στη βροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλάσκα — η (λ. ουγγρική), μικρή δερμάτινη ή από μουσαμά θήκη για τα φυσίγγια στρατιωτών ή κυνηγών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Πόλοκ, Τζάκσον — (Pollock, Κόντι, Γουαϊόμινγκ 1912 – Νέα Υόρκη 1956). Αμερικανός ζωγράφος. Στα νεανικά του χρόνια έζησε στην Αριζόνα και στην Καλιφόρνια και σπούδασε (1925 29) στην Ανώτερη Σχολή Χειροτεχνίας του Λος Άντζελες. Το 1929 παρακολούθησε στη Νέα Υόρκη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»